μανυτικός

μανυτικός
μανυτικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηνυτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηνυτικός — και δωρ. τ. μανυτικός, ή, όν (Α) [μηνύω] 1. αυτός που περιέχει πληροφορίες εις βάρος κάποιου, ενοχοποιητικός 2. δηλωτικός, εκφραστικός. επίρρ... μηνυτικῶς / (ΑΜ) με μηνυτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”